ἀντικουρουνῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικουρουνῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικουρουνῶ Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ἀμαρτ. ρ. κουρουνῶ.
Σημασιολογία
Κτυπῶ τὸ ρόπτρον τῆς θύρας: ᾎσμ. Νὰ βάλῃς γυναικίστικα ν’ ἀλλάξῃς τὴ θωριˬά σου, νὰ πάῃς ν᾽ ἀντικουρουνᾷς σὰν καὶ δικολογιˬά σου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA