ἀντικουφῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικουφῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικουφῶ ἀμάρτ. ἀντικουφάω Στερελλ. (᾿Αρτοτ.) ἀντ’κ’φάου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κοῦφος.
Σημασιολογία
Ἀντηχῶ, ἀντιλαλῶ: Ἀd’κούφ’σαν τὰ β’νὰ ἀπ᾿ τοὺ τ᾽φικίδ’ Αἰτωλ. ᾿Αd’κουφάει σὶ κεί’ τ᾿ ρά’ ἅμα τ᾽φικᾶνι ’ς τοὺ γάμου αὐτόθ. Συνών. ἀντιβογγῶ, ἀντιβοΐζω, ἀντιβροντῶ 2, ἀντικρίνω Α 2β, *ἀντικροτῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA