ἀντίκριμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίκριμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίκριμα τό, Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κρῖμα.
Σημασιολογία
Κρῖμα, ἁμαρτία: ᾎσμ. Δὲν εἶναι κρῖμα κιˬ ἁμαρτιˬά κιˬ ἀντίκριμα μεγάλο, τρεῖς ἀδερφάδες εἴμαστε κ’ οἱ τρεῖς στοιχε͜ιὰ νὰ πάμε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA