ἀντικρινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικρινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντικρινὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. ἀγκικρινὲ Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀντικρὺ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ινός.
Σημασιολογία
Ὁ ἀντικρύ, ὁ ἀπέναντι κείμενος: Τὸ ἀντικρινὸ βουνὸ-σπίτι-χωράφι κττ. κοιν. Ἄφηκα τὸ κοφίνι μου ᾿ς τὴν ἀντικρινὴ ἐλα͜ιὰ Παξ. Τὰν ἀγκικρινὰ μερία (μερεˬὰ) Τσακων. || ᾎσμ. Πῆγεν ὁ Γιˬάννες κ᾽ ἔργεψεν κ’ ἐκίζεψεν τ᾿ ὀφίδιν κιˬ ὁντὰς τερῇ τ’ ἀντικρινά, ὁ Γιˬάννες ἔ’ ξὰν κ’ ἔρται (ἐκίζεψεν=ἐθύμωσεν, ἔ᾽ ξὰν κ᾽ ἔρται=ἔρχεται) Πόντ. Συνών. ἀντίκρυτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA