ἀντικρούστης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικρούστης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντικρούστης ὁ, Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κίμωλ. Μεγίστ. Μῆλ. Μύκ. Τῆν. ἀdικρούστης Ἄνδρ. Πάρ. Σέριφ. ἀdικουούστ’ς Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντικρούω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀντικρούων, ὁ ἀντιτιθέμενος, ἀντίπαλος Κάρπ. Μεγίστ.: Σ᾿ ηὗρα κ᾽ ἐσένα σήμερο ἀντικρούστη Κάρπ. || Παροιμ. φρ. Ηὗρεν ὁ κρούστης τὸν ἀντικρούστην του (ἐπὶ φιλέριδος σωφρονισθέντος ὑπὸ ἰσχυροτέρου ἀντιπάλου) Κάρπ. Ηὗρεν τὸν ἀντικρούστην του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάρπ. Μεγίστ. 2) Ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, ὁ μετὰ τὴν παῦσιν τοῦ ἀντιθέτου ἀνέμου πνέων Ἄνδρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κίμωλ. Μεγίστ. Μῆλ. Πάρ. Σέριφ. Τῆν. 3) Καθόλου, ὁ ἐναντίος ἄνεμος Μύκ. 4) Ὁ νοτιοδυτικὸς ἄνεμος Σαμοθρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA