ἀντίκρυ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίκρυ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀντίκρυ ἐπίρρ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀdίκρυ Βιθυν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κύθν. Μέγαρ. Νάξ. (Γαλανᾶδ. κ.ἀ.) Σύμ. Σῦρ. κ.ἀ. ἀdίκιρ’ Πάρ. ἀγκίκρυ Τσακων. ἀντικρὺ Πελοπν. (Λακων.) ἀdικρὺ Μέγαρ. ἄντικρυ Πελοπν. (Λακων.) ἄdικρυ Λευκ. ἀντίκρυς Κύπρ. ἀντίκρυˬα Ζάκ. Κάρπ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) Τῆλ. ἀdίκρυˬα Ἀστυπ. Θεσσ. Λευκ. Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) ἀντίκρα Ἤπ. Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) ἀντικρυτὰ Πελοπν. (Αἴγ.) ἀdικρυτὰ Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ.) ἀντικρυτὰς Πελοπν. (Αἴγ.) ἀντίκρυτα Μακεδ. (’Αβδέλλ. Σνίχ.) Μύκ. Πελοπν. (’Αρκαδ. Γελίν. Κορινθ. Λιγουρ. Μεσσ.) Σκῦρ ἀdίκρυτα Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιρρ. ἀντικρύ. Ὁ τύπ. ἀντίκρυς ἐκ τοῦ ἀρχ. ἄντικρυς, καθ’ ὃ καὶ ὁ προπαροξύτονος ἄντικρυ. Ὁ τύπ. ἀντίκρυˬα καὶ οἱ ἐκ τούτου κατὰ τὰ εἰς –α ἐπιρρήματα, περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,55 καὶ 2,100. Ὁ τύπ. ἀντικρυτὰ καὶ οἱ ἐκ τούτου κατὰ τὰ εἰς –τὰ ἐπιρρ. πβ. ἐμπρὸς-ἐμπροστά, περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. ’Επετ. Πανεπ. 7(1910/11) 83. Ὁ τύπ. ἀντίκρυτα καὶ μεσν. Πβ. ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 6,214 «τὸν ἕναν ἀντίκρυτα τοῦ ἄλλου».

Σημασιολογία

’Αντικρύ, ἀπέναντί τινος ἔνθ’ ἀν.: Τὰ σπίτιˬα μας εἶν᾿ ἀντίκρυ τὸ ἕνα μὲ τ’ ἄλλο Κάθεται ἀντίκρυ γιˬὰ νὰ βλέπῃ κοιν. Ὁ δεῖνα ἤτονε ἀdίκρυ τσαὶ τοῦ φώναζὲνε Βιθυν. Τὸ βράδυ τῆς ἐστρώσανε ἀdίκρυˬα ᾽ς τὴ βίgλα Κρήτ. Τὸ σπίτι του ἔπεφτε ἀdίκρυˬα μὲ τὸ δικό μας Λευκ. Πάνι ἀντίκρα σὶ’ κεῖνου, τοὺ β’νὸ Ἀδριανούπ. Σταματᾷ ἀdίκρυˬα τοῦ δράκου ’Αστυπ. Ἔκατσα ἀντίκρυτα τσαὶ λόγιˬαζα Σκῦρ. Τό ’χουμε ἀντίκρυτα τὸ φεγγάρι Γελίν. Κορινθ. || Φρ. Ἀdίκρυ μ᾿ ἀdίκρυ (ἀπέναντι ἀλλήλων) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾿Αντίκρυ χαραυγὴ (ἀκριβῶς τὴν χαραυγὴν) Α.Ρουμελ. (Καρ.) || ᾎσμ. Ἄνοιξι, ποῦ σὲ ’λήμενα μὲ τ’ ἄνθη στολισμένη, νὰ φέρῃς τὴν ἀγάπη μου ἀντίκρυˬα μου νὰ μένῃ Κάρπ. Ἀντίκρυˬα μου κιˬ ἀντίκρυˬα σου κιˬ ἄντικρυ ’ς τὸ φεγγάρι, ἐκεῖ κοιμᾶται ὁ κάκκαβος ’ς τ’ ἀσήμι, ’ς τὸ λογάρι Λακων. Ἀdίκρυˬα μ’ ἦρτες κ’ ἔκατσες σὰν ἥλιˬος σὰ φεgάρι Λευκ. Τὰ παλληκάρια τὰ καλὰ ἀγλήγορα γερνᾶνε, γερνᾶνε ἀπὸ τοὶς ὄμορφες κιˬ ἀπὸ τοὶς μαυρομμάτες, ὁποὺ καθόνται ἀντίκρυτα ψηλὰ ’ς τὰ παρεθύριˬα Λιγουρ. Ὅπο͜ιος φοβᾶται τὴ φωθιˬὰ μὴν ᾿κάτσ’ ἀdίκρυτά μου, γιατὶ θὰ τὸνε κάψουνε τ᾽ ἀναστενάματά μου Κρήτ. Ὅσες ἀάπες εἴχαμεν ἐύρισάν μας πίκρες, ἡ πόρτα της κ’ ἡ πόρτα μου ἀν-νοίουσιν ἀντίκρυς Κύπρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντικρινά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/