ἀντίκρυσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίκρυσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντίκρυσμα τὸ, κοιν. ἀντίκρυσμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀντικρύζω.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ ἀντικρύζῃ, τὸ νὰ βλέπῃ τίς τινα, ἐνατένισις πρός τινα κοιν.: ’Σ τὸ ἀντίκρυσμά της τά ᾿χασε. 2) Οἰκονομικῶς, ἐξίσωσις δοῦναι καὶ λαβεῖν λόγ. σύνηθ.: Γιˬὰ κάθε δαπάνη χρειάζεται ἀντίκρυσμα. 3) ’Αντιλογία, αὐθάδης συμπεριφορὰ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντίκρισι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA