ἀντίκρυφα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντίκρυφα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀντίκρυφα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀdίκρυφα Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντί καὶ τοῦ ἐπιρρ. κρυφά.

Σημασιολογία

Λίαν κρυφίως: Φρ. Κοίταζα κρυφὰ κιˬ ἀdίκρυφα νὰ σὶ περιποιοῦμι κὶ σὺ τώρᾳ μὶ διώχ’ς Θεσσ. || ᾎσμ. Κλαίω κρυφὰ κιˬ ἀντίκρυφα κἀνεὶς νὰ μὴν τὸ μάθῃ Ἰων. (Κρήν.) Συνών. ἀπόκρυφα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/