ἀντιλάλημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλάλημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιλάλημα τό, Θρᾴκ. -ΦΠανᾶ Λυρικ. 113 ἀdιλάλημα Θήρ. ἀντ’λά’μα Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ. κ.ἀ.) ’ντιλάλισμα Ἰων. (Κρήν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντιλαλῶ.
Σημασιολογία
1) ᾿Απόδοσις ἤχου, ἠχὼ Θήρ. Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Ἰων (Κρήν.): ᾿Ακούσαμε τὸ ἀdιλάλημα τῆς κουκουβάγιας Θήρ. Συνών. ἀντιβοή, ἀντιλαλιˬά, ἀντιλαλίτσα, ἀντίλαλος, ἀντιλαχιˬά. 2) Ἦχος οἱοσδήποτε, οἷον κώδωνος, μουσικῶν ὀργάνων κττ. Θρᾴκ. Ἰων (Κρήν.) -ΦΠανᾶς ἔνθ’ ἀν.: Πηγαίναμε ᾿ς τὸ γάμο, πωπώ, τί ἀντιλαλήματα ἦταν ἐκεῖνα! Θρᾴκ. Αὐτὸ τὸ βιˬολί κάνει καλὸ ἀντιλάλημα αὐτόθ. || Ποίημ. Καὶ χτυπῶντας ’ς τὴ γῆ κάτω | μ’ ἀντιλάλημα φριχτὸ κλαδί, δέντρο, ἄγριο βάτο, | τὰ τσακίζει ᾿ς τὸ λεπτὸ ΦΠανᾶς ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA