ἀντίλαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίλαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀντίλαλος ὁ, σύνηθ. ἀdίλαλος Θήρ. Κρήτ κ.ἀ. ἀντίλαλους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀντίλαλ’ς Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀdίλαλους Θρᾴκ. (Αἶν.) Σάμ. ἀγκίαλε Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντιλαλῶ ὑποχωρητικῶς. Καταλέγεται ὡς μεταγν. παρὰ Herwerden Lexic. suppletor. διορθώσεως, ἀλλ᾿ ἀμφιβάλλεται.
Σημασιολογία
Ἀντιλάλημα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἔρχιτ’ οὑ ἀντίλαλους ἀπ᾿ τὰ τ᾿φέκιˬα Αἰτωλ. ’Σ αὐτεί’ τ᾽ π᾿λιˬὰ ἀιˬκούιτ’ ἕνας ἀντίλαλους, ἅμα πααί’ς μέσα αὐτόθ. || ᾎσμ. Μὰ τὸ πικρὸ τραγούδι της ἀντίλαλο δὲ βρίσκει ἀγν. τόπ. || Ποιήμ. Τί στεναγμοί, τί κλάηματα πλακώνουν τὴν 'Αθήνα! εἶν᾽ τῆς χαρᾶς ἀντίλαλος ἤ θρῆνος τοῦ θανάτου; ΙΤυπάλδ. Ποιήμ 69 Γλυκὸς γλυκὸς ἀντίλαλος ἔφερνε τὸ τραγούδι τοῦ κλέφτη ποῦ θυμήθηκε τὸ Χρῖστο τὸ Μιλιόνη ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2, 104 Κ’ ἕνας βαθὺς ἀντίλαλος, ὁποὺ ξυπνάει τὴν πλάσι, ἀπὸ τὸν πύργο τὸν ψηλὸ γλυκὸ τραγούδι φέρνει ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1, 239 Γκλὰν γκλὰν τὰ σήμαντρα | τῆς ἐκκλησίας, γκλὰν γκλὰν οἱ ἀντίλαλοι | τῆς ἐρημίας ΔΣολωμ. 118 Ἡ λ. ὡς τοπων. Ζάκ. Πελοπν. (Αἰτωλ. Καλάβρυτ. Τρίκκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA