ἀντιλαλῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιλαλῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιλαλῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (᾿Αργυρόπ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀdιλαλῶ Βιθυν. Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κρήτ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Σῦρ. κ.ἀ. ἀντιλαλάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ᾿ντιλαλῶ ’Ιων. (Κρήν.) ᾽dιλαλῶ Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀντιλαλίζω Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀdιλαλε͜ιῶ Κρήτ. ἀντριλαλῶ Πελοπν. (Λακων.) ἀγκιλαλῶ Πόντ.(Ὄφ.) ἀγκιαοῦ Τσακων. ἐνdαλῶ ’Απουλ. ᾿νταλῶ ’Απουλ. (Καλημ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀντιλαλῶ.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀποδίδω ἦχον, κάμνω ἠχώ, ἀντηχῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. (᾽Αργυρόπ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): ᾽Εdιλαλοῦσαν τὰ λαgάδιˬα μὲ τὸ σκοπολάλι (τραγούδι) ᾿Απύρανθ. ᾽Ηdιλάλει͜ε τὸ σπίτι ἀπὸ τοὶς φωνὲς Θήρ. Ἄρχεψε νὰ κελαηˬδάῃ τὸ πουλλὶ γλυκὰ γλυκά, ἀdιλάλει͜ε μέσα τὸ σπίτι ἀ τσοὶ φωνές του Βιθυν. ’Ακού’ τὸ ρουκ-καλητὸν τῶ δράκω, ἕνα ρουκ-καλητὸν ποῦ ἐντιλαλοῦσαν τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ Χίος (Καρδάμ.) ’Εντιλάλεσαν τὰ ραία Χαλδ. ᾿Εντιλάλεσεν τὸ σπέλӧν ᾿Αργυρόπ. ’Αdιλαλεῖ ὁ θόλος-τὸ λαgάδι-ὁ σπήλαι͜ος Κρήτ. Νὰ φωνιˬάτσου ν’ἀγκιˬαλῇ Τσακων. Ἀdιλαλήθηκε ὁ τόπος ἀπὸ τσοὶ φωνὲς Κρήτ. || ᾎσμ. ᾽Αντιλαλοῦσι τὰ ᾽ουνιˬὰ κιˬ ἀντιονοῦν τὰ ὄρη (᾿ουνιˬὰ=βουνὰ) Κάρπ. ᾿Απ᾿ τὸ gαπνὸ τοῦ bαρουθιˬοῦ ἄνθρωπο δὲν ἐθώρει, χτυπᾷ, ἀστράφτει καὶ βροdᾷ κιˬ ἀdιλαλεῖ τὸ βόλι Κρήτ. Εἶχε φωνὴ σὰν τὴ βροντὴ κ’ οἱ κάμπ' ἐντιλαλοῦσα Ρόδ. Ἔσκουξα δυνατὴ φωνὴ | κιˬ ἀντιλαλίστη τὸ βουνὶ Μάν. || Ποίημ. ᾽Αντιλαλοῦν οἱ λαγκαδιˬὲς ἀπ' τὰ λαμπρὰ κουδούνιˬα, ἀπ’ τὰ βραχνὰ βελάσματα ἀχολογοῦν οἱ ράχες ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1,217 Συνών. ἀντιβογγῶ, ἀντιβοΐζω, ἀντιβροντῶ 2, ἀντιδονῶ, ἀντιλαχιˬῶ, βουΐζω. 2) Κάμνω ἦχον, ἠχῶ ᾽Απουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (Λακων): ᾿Αdιλαλεῖ ἡ φωνή του Θρᾴκ. Κρήτ. ᾽Αντριλάλησε ἡ φωνή του Λακων. ’Νταλεῖ ἑ καμπάνα Καλημ. || Αἴνιγμ. ᾿Ακε͜ιάν’ πέρα ’ς τὸ λιβάδι | στέκ’ ἀγκίλα καὶ λαλεῖ. -Νέ ἀγκίλα, ντό λαλεῖς; -Ἄν λαλῶ κιˬ ἀγκιλαλῶ, | πόνο ἔχω ’ς τὸ βυζί μ’ (ὁ κώδων) Ὄφ. || ᾎσμ. Κ’ ἡ τάβλ’ ἀποὺ τὴ μιˬὰ μερὲ ν᾿ ἀdιλαλῇ ’ς τὴν ἄλλη Κρήτ. Συνών. ἀντηχῶ 2, ἀντιβροντῶ 1. β) Λαλῶ μεγαλοφώνως, κραυγάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μύκ.: Κἀνένα ᾽ρίφι σοῦ ᾿κλεψαν πάλι τὰ βοσκαρούδιˬα κι ἀντιλαλεῖς; Ἡ μετοχ. ’Αντιλαλοῦσα ὡς τοπων. Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/