ἀντιλάμπω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλάμπω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιλάμπω Κάρπ. -ΔΣολωμ. 130 ἀdιλάbω Κρήτ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀντιλάμπω.
Σημασιολογία
Λάμπω, ἀκτινοβολῶ, μαρμαίρω ἔνθ' ἀν.: Ποῦ ’χει κούτλα σὰν κοράνι | κιˬ ἀντιλάμπει σὰν φεγγάρι (κούτλα=μέτωπον, κοράνι ἴσως=κοράλλι) Κάρπ. || Ποίημ. Τί συφορὰ τὴν ἐκκλησιˬὰ πλακώνει . . . ποῦ ᾽χε ἀντιλάμψει ἀπὸ φωτοχυσίες ! ΔΣολωμ. ἔνθ' ἀν. Συνών. ἀναλαμπίζω 1, ἀναλάμπω 1, ἀντιλαμψίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA