ἀντιλογὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλογὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιλογὴ ἡ, ἀμάρτ. ἀντιλοὴ Πελοπν.(Μάν.) ἀθιογὴ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀντιλογία. Διὰ τὸν μετασχηματισμὸν ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 24 (1912) 9 κἑξ. Ὁ τύπ. ἀθιλογὴ καὶ μεσν. ᾽Ιδ. ΚΣάθα Μεσν. Βιβλ. 6,109.
Σημασιολογία
1) Κακολογία, διαβολὴ Τσακων.: Ὁ δεῖνα εὐκε͜ιάτζε νι νία ἀθιˬογή. Διὰ τὴν σημ. πβ. Δημοσθ. 40, 32 «ἐξ ἀντιλογίας καὶ λοιδορίας πληγὰς συναψάμενος . . . εἰς Ἀρειον πάγον με προσεκαλέσατο». 2) Ἐνόχλησις, στενοχωρία Πελοπν. (Μάν.): Τὰ παιδιˬὰ εἶναι ὅλο ἀντιλοὴ μὲ τοὶς φωνές τους.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA