ἀντιμαμαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιμαμαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντιμαμαλίζω ἀμάρτ. ἀdιμαμαλίζω Κρήτ. ἀdιμαμαλῶ Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀντιμάμαλο καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Ἕνεκα ἐλαστικότητος ἐπανέρχομαι εἰς τὴν προτέραν θέσιν, ἀντιπάλλομαι: Ἀdιμαμαλίζει τὸ ξύλο (κάμπτεται καὶ πάλιν ἀποκαθίσταται εἰς τὴν προτέραν θέσιν). Ἀdιμαμάλισε τὸ ξύλο καὶ τὸν ἐχτύπησε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA