ἀντιμάχι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιμάχι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀντιμάχι τό, άμάρτ. ἀντιμάι Ρόδ. ᾽ντιμάι Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀντίμαχος.

Σημασιολογία

1) Ἐπιμονὴ εἰς ἀντίθεσίν τινα, ἀντίστασις : Φρ. Βάλ-λω ᾽ντιμάι (ἐπιμένω). 2) Μεταφ. τοῖχος χρησιμεύων ὡς ἀντέρεισμα οἰκοδομήματος ἢ ὡς ἀντηρὶς ἀγροῦ, ἰδίᾳ ἀπὸ χειμάρρου : Ἀντιμάιν τοῦ σπιτιˬοῦ. Συνών. ἀντίμαχος Β3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/