ἀντίμαχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντίμαχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντίμαχος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Γέν.) Μύκ. Πελοπν. (Μάν. Ναύπλ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ.) Σύμ. Σῦρ. Χίος -ΚΠασαγιάνν. ΙΔραγουμ Σταμάτ. 41 ἀdίμαχος Κρήτ. Κύθν. Πάρ. ἀντίμαχους Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Βελβ. Καταφύγ.) ἀdίμαχους Κυδων. Λέσβ. Σάμ. ἀντίμαος Κῶς ἀντίμαος Χίος (Κουρούν. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀντίμαχος.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἀντιμαχόμενος, ἀντίπαλος, ἀνταγωνιστὴς ἔνθ’ ἀν. : Ὁ δεῖνα εἶναι-ν- ἀντίμαχός του Σύμ. «Δὲν ἔχω κοινωνικὰ προσόντα καὶ ἡ πάλη μὲ τοὺς ἀντίμαχους ἀνθρώπους μὲ κουράζει» Ιδραγούμ. ἔνθ’ ἀν. ||Φρ. Ηὗρε τὸν ἀντίμαχό του (ἐπὶ ἀνθρώπου ἐπαιρομένου ἐπὶ ἱκανότητι ἢ ἰσχύι καὶ ἀντιμετωπίζοντος ἐπίσης ἱκανὸν ἢ ἰσχυρὸν ἢ καὶ ἱκανώτερόν του. Συνών. φρ. βρῆκε τὸ μάστορή του) Πελοπν. (Μάν.) Βρῆκι τοὺν ἀdίμαχού τ᾽ Λέσβ. Σάμ. || Αἴνιγμ. Ἔπαρε τὴν πολίτη σου κ’ ἔβγα ’ς τὴν πολιτεία καὶ διˬὲ τὶ ἔχει ἀντίμαχος κιˬ ἀντιμαχεῖ! - Τεσσεραπόδι πέρασε, δυˬοπόδι κάται ’πάνω, κατσικοτόμαρα κρατεῖ κ΄ ἕχει ξυλένιˬο γάλα (τὸ πρῶτον μέρος τοῦ αἰνίγματος ἀποτελεῖ ἐρώτησιν τῆς μητρός, τὸ δὲ δεύτερον ἀπάντησιν τῆς θυγατρός, ἤτοι «λάβε τὴν ἠλακάτην σου καὶ ἔξελθε εἰς τὴν θύραν καὶ ἰδὲ διατί ὑλακτεῖ ὁ κύων. -Διῆλθεν ἓν τετράποδον, ἐφ’ οὗ ἐπέβαινε δίπουν, τὸ ὁποῖον ἐκράτει ἀσκὸν περιέχοντα οἶνον. πολίτη λ. πλαστὴ = ἠλακάτη, κάται = κάθεται) Θράκ. (Γέν.) || ᾎσμ. Ἀντιμαίτ’ ἀντίμαε δὲν ἤτυεν νὰ λάῃς, πῶς λένε ἅρπαξε νὰ φάς τσαὶ σούφρωσε γιˬὰ νά ’ῃς (Ἀντιμαίτης = ὁ κάτοικος τοῦ χωρίου Ἀντιμάχου, ἤτυεν = ἔτυχεν) Κῶς Συνών. ἀντιβάτης 7. β) Οὐσ., ὁ διάβολος κατ᾿ εὐφημισμὸν Μακεδ. (Καταφύγ.) Σῦρ. κ.ἀ.: Γαμῶ τὸν ἀντίμαχό σου! Σῦρ. Διˬάολε τὸν ἀντίμαχό σου! αὐτόθ. 2) Ὁ οὐχὶ κατ’ εὐχὴν συντελούμενος, ἀντίξοος ΚΠασαγιανν: Ποίημ. Ἀνάποδα κιˬ ἀντίμαχα μᾶς τά φερε ὅλα ἡ μοῖρα. Συνών. ἀνάποδος Α 3 β. 3) Ἀντιπαθής, κακὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Ναύπλ.): Ἀντίμαχος ἄνθρωπος Ναύπλ. Β) Οὐσ. 1) Ἀντίδοτον, ἀντιφάρμακον Κυδων. Λέσβ. Χίος: Καλὸ ἀντίμαο γιˬὰ τὸν πόνο σου Χίος Ἡ--ἀdίμαχους ᾿ς τοὺ bιˬασμὸ (τὸ ἀντιφάρμακον τῆς νευρολογίας) Κυδων. Ἀdίμαχους ’ς τ’ς πουd’τσοὶ (διὰ τοὺς ποντικοὺς) αὐτόθ. 2) Προφύλαγμα, προπέτασμα, ἀσπίς, ἐπὶ μάχης ἢ συμπλοκῆς Κρήτ.: Βάνω ἣ πιˬάνω ἀdίμαχο τὴ bέτρα-τὸ δέντρο. 3) Ἀντηρίς, ἀντέρεισμα πρὸς ὑποστήριξιν τοίχου κττ. Κρήτ. Συνών. ἀντιμάχι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA