γναφαρε͜ιὸ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γναφαρε͜ιὸ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γναφαρε͜ιὸ τό, Νάξ. Τῆν. Χίος - Λεξ. Δημητρ. γναφαρεῖον Βερ - Ἰαννούλ., Ὀνομαστ., 26 - Λεξ. Βάιγ. Λάουνδ. γναφαρε͜ιὸν Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) γλαφαρε͜ιὸ Χίος γναφαρζὸ Κάλυμν. γναφαργεῖο Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γναφε͜ιὸ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρε͜ιό. Ὁ τύπ. γναφαρεῖον καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Τόπος ὅπου γίνεται ἡ πλύσις ἢ κατεργασία δερμάτων ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γναφαρε͜͜͜͜ιὸ Νάξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA