γνάφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνάφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γνάφω Ἀμοργ. Κάρπ. Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ.) Μύκ. Νίσυρ. Πάρ. Ρόδ. Σίφν. Φοῦρν. Χάλκ. Χίος (Βροντ. κ.ἀ.) - Λεξ. Γερμ. Βάιγ. Βλαστ. 336. Δημητρ. γνάφ-φω Κάσ. γνάφου Σάμ. (Ἀρβανίτ. Πύργ. Σπαθαρ. Τηγάν.) γνέφω Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ψαχν.) Κρήτ. Κύπρ. σγνάφω Κύπρ. νάφω Κρήτ. Κύπρ. νάφκω Κύπρ. Μέσ. γνάφομαι Χίος. Ἀόρ. ἐγνάφτην Χίος (Πισπιλ.) Μετοχ. γναμμένος Κρήτ. Νίσυρ. Χίος (Πισπιλ.) - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. γνάπτω, διὰ τὸ ὁπ. βλ. κνάπτω. Ὁ τύπ. γνάφω, τὸ μέσ. γνάφομαι καὶ ἡ μετοχ. γναμμένος καὶ εἰς Σομ. Ἡ μετοχ. γναμμένος καὶ εἰς Διήγ. παιδιόφρ., στ. 641 (ἔκδ. Wagner, σ. 163).

Σημασιολογία

1) Ξαίνω, λαναρίζω Κύθηρ. 2) Λευκαίνω Κύθηρ. 3) Καθαρίζω ἀπὸ τῶν τριχῶν δέρμα ξύνων ἢ ρίπτων τοῦτο ἐντὸς διαλύματος ἀσβέστου Κρήτ. Κύθηρ. Χίος. β) Μεταφ., ἀπογυμνῶ, ἀφαιρῶ τὰ πάντα Κύθηρ.: Φρ. Τοῦ ᾽γναψε καλὰ τὸ τομάρι (τὸν κατεγύμνωσε) Συνών. φρ. Τὸν ἔγδαρε, τὸν ἐμάδησε. 4) Βυρσοδεψῶ, κατεργάζομαι δέρμα Ἀμοργ. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύπρ (Πεδουλ. κ.ἀ.) Μύκ. Νίσυρ. Πάρ. Ρόδ. Σάμ. (Ἀρβανίτ. Πύργ. Σπαθαρ. Τηγάν. κ.ἀ.) Σίφν. Σύμ. Χάλκ. Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Γερμ. Βάιγ. Βλαστ. 336 Δημητρ.: Τὰ γνάφ-φουσι τὰ τομάρια. Ἐβάλασί τω τὸν ἀσ-σιθ-θὸ μὲ τὸν ἀσβέστη (ἀσ-σιθὸς = τὸ βυρσοδεψικὸν φυτὸν κίστος) Κάσ. Ἤναψε τὴ bροβιὰ τ᾽ ἀρνιοῦ Κρήτ. Σήμερα ἔν᾽ Κερκακὴ καὶ ᾽ὲν γνάφει ὁ ἀρφός μου Κύπρ. Ἔωκα τὲς πέτσες μου νὰ μοῦ τὲς γνάψουν αὐτόθ. || Φρ. Τοὺ γνάφ᾽ς τοὺ πιτσί; (ἐρωτοῦν οἱ παῖδες εἶδός τι σαύρας λιθοβολοῦντες ταύτην) Σάμ. Θὰ σοῦ γνάψω τὴν προέα (θὰ σοῦ κατεργασθῶ τὸ δέρμα, θὰ σὲ δείρω) Κάρπ. Συνών. φρ. Θὰ σ᾽ ἀργάσω τὸ τομάρι. Θὰ τὰ γνάψῃ αὐτός, δὲν εἶναι γιˬὰ τὰ μπρὸς (θὰ ἀποθάνῃ· ἐπὶ μελλοθανάτου ἢ βαρέως ἀσθενοῦντος) Μύκ. Τά ᾽γναψε (ἀπέθανε) αὐτόθ. || ᾌσμ. Σαράdα δυˬὸ dαbακερε͜ιὰ εἶχεν ἀμοναχός του καὶ δὲν τὸν ἐπροφτάνανε κ᾽ ἔγναφε κιˬ ἀπατός του Κρήτ. Ἐγάπησα κ᾽ ἐγὼ ὁ φτωχὸς μιˬὰν ξαναπαdρεμένη, πάω ν᾽ ἀgίξω ᾽ς τὰ βυζά, βρίσκω προβιˬὰ γναμμένη αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Διὴγ. παιδιόφρ., ἔνθ᾽ ἀν. «κάμνει λουρία ἔμορφα, γναμμένα μὲ τὴν στύψιν». Συνών. ἀργάζω Α2. β) Μεταφ., ἀδυνατίζω, χλωμαίνω, καταρρέω ἐκ τῆς ἀδυναμίας Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. Ψαχν.): Ἔγνεψε ᾽πὸ τὴν ἀναφαγιˬὰ Κουρ. Τί καλά, μοῦ λές, περνάει κοντὰ ᾽ς τὸν ἄντρα τ᾽ς, δὲν τὴ λέπ᾽ς; Αὐτὴ ἔγνεψ᾽! Ψαχν. 5) Κατεργάζομαι Κύπρ.: ᾎσμ. Τριάντα μέρες ἔγναφα τὴμ πέτραμ μὲ τ᾽ ἀσήμιν β) Μεταφ., ἐθίζω, καθιστῶ τινα ἔμπειρον, διδάσκω Χίος (Βροντ. κ.ἀ.): Γυρεύω νὰ τὸν γνάψω ᾽ς τὴν παπουτσοσύνη Χίος. Ἕνας χρόνος εἶναι ποὺ μπῆκε ᾽ς τὴ ραφτοσύνη κιˬ ἀκόμη δὲ μπορεῖ νὰ γναφτῇ αὐτόθ. Πρέπει νὰ τὸν γνάψῃς (= νὰ τὸν φρονιματίσῃς) Βροντ. Παθ. μετοχ. γναμμένος = ἔμπειρος, ἱκανὸς νὰ φέρῃ εἰς πέρας πᾶσαν ἐργασίαν Χίος (Πισπιλ.). γ) Ὁ ἔχων καλὴν ἀγωγὴν, ἀνατροφὴν Χίος (Βροντ.): Φρ. Εἶναι γραμμένος (ἔχει καλὴν ἀγωγὴν). 6) Δέρω, τύπτω, κτυπῶ, κοπανίζω Κρήτ. Χίος. Πβ. Ἡρώνδ. ἀπόσπ. 8.42 «μὴ τί σε... τῇ βακτηρίᾳ κνάψῃ». Συνών. ἀργάζω Γ2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/