γνάψιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνάψιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γνάψιμο τό, Α. Κρήτ. Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. Σύμ. Χίος - Λεξ. Δημητρ. γνάψιμον Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρήμ. γνάφω.

Σημασιολογία

1) Ἡ βυρσοδέψησις, ἡ κατεργασία τῶν δερμάτων ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἡ λεύκανσις ἐρίων Λεξ. Δημητρ. 3) Ἡ ὕφανσις Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/