βαθολογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθολογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαθολογῶ Θρᾴκ. Ρόδ. Χίος βαθολοῶ Ρόδ. Μετοχ. βαθολογισμένος Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *βαθολόγος ἢ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τοῦ οὐσ. βάθος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λογῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ἀποκτῶ βάθος διανοήσεως Θρᾴκ.: Βαθολογᾷ ὁ νοῦς. Συνών. βαθένω Β1 γ. 2) Λαλῶ μετὰ πολλῆς περισκέψεως, λαλῶ ὀρθῶς Χίος. β) Κατ' ἀντίφρ. λαλῶ πολλά, μωρολογῶ Χίος: Πάω νὰ φύγω, γςατὶ θὰ βαθολογήσωμε. 3) Εἶμαι ἀφῃρημένος καὶ προσηλωμένος εἰς σκέψιν βαθεῖαν, ἐξίσταμαι διαλογιζόμενος Ρόδ.: Τί διαλογίζεσαι καὶ βαθολόγησες; Σὲ βλέπω διˬαλογισμένον καὶ βαθολογισμένον (σύννουν καὶ ἐκστατικὸν). 4) Πίπτω εἰς λήθαργον Ρόδ.: ’Κε͜ιὰ ποῦ κάθουμουν ἐβαθολόησα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA