γνεστρόπουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνεστρόπουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γνεστρόπουλο τό, ἐνιαχ. νεστρόπον Πόντ. (Κερασ.) νιˬαστρόπον Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γνέστρι κατὰ τύπ. ὑποκορ.

Σημασιολογία

Γνέστρι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/