βαθουλλατίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθουλλατίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαθουλλατίζω, βαθ’λλατίζου Ἴμβρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαθουλλός κατὰ σύμφυρ. πρὸς ρήματα Τουρκ. εἰς -αdίζω -ατίζω.

Σημασιολογία

1) Βυθίζομαι εἰς ὕπνον ἢ λήθαργον. Συνών. βαθένω Β 2, βαθυλογῶ 3. 2) Σχηματίζεται ἐν ἐμοὶ πολὺ βάθος, ἐπὶ ἀγροῦ εἰς τὸν ὁποῖον τὸ ἄροτρον εἰσέρχεται βαθέως.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/