βαθουλλὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθουλλὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαθουλλὸς ἐπίθ. σύνηθ. βαθ’λλὸς βόρ. ἰδιώμ. βαθουλ-λdὸς Ρόδ. βαθιˬουλλὲ Τσακων.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. βαθὺς διὰ τῆς καταλ -ουλλός.

Σημασιολογία

1) Μᾶλλον βαθύς, βαθὺς πως ἔνθ’ ἀν.: Ἀγγε͜ιὸ βαθουλ-λό. Μάτιˬα βαθουλλὰ. Πιάττα βαθουλλὰ σύνηθ. Λάκκος βαθουλ-λdὸς Ρόδ. Ἐψιˬοὺ βαθιˬουοὶ (ἐψιˬοὺ=ὀφθαλμοὶ) Τσακων. || Ποίημ. Φέρνουν γλυκόχυμα σταφύλιˬα | σὲ πατητήριˬα βαθουλλὰ ΙΠολέμ. Κειμήλ. 108. Ἡ λέξις ὑπὸ τὸν τύπ. Βαθουλλὰ τοπων. Ἤπ. Συνών. βαθουλλωπός, βαθουλλωτός, βαθούτσικος. 2) Βαθερός, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/