ἀσημοστολίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοστολίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσημοστολίζω ἀμάρτ. Μετοχ. ἀσημοστολισμένος Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τοῦ ρ. στολίζω.

Σημασιολογία

Κοσμῶ, στολίζω μὲ ἀργυρᾶ ποικίλματα: ᾎσμ. Ὁdὲ περάσω καὶ σὲ δῶ ’ς τὴ bόρτ’ ἀκκουbισμένη, σὰν Παναγιˬὰ μοῦ φαίνεσαι ἀσημοστολισμένη. Συνών. τῆς μετοχ. ἀσημοστόλιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/