ἀσημοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσημοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσημοφέρνω ΚΠαλαμ. Πολιτ. μοναξ.2 169.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσήμι καὶ τοῦ ρ. φέρνω.
Σημασιολογία
Προσλαμβάνω ἀργυροῦν χρῶμα: Ποίημ. Τρέμουν ἀσημοφέρνοντας τὰ μαῦρα κυπαρίσσιˬα ᾿ς τὰ ξόβεργα,τοῦ φεγγαριˬοῦ. Πβ. ἀσημοφέγγω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA