ἀσημοχρύσαφο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημοχρύσαφο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσημοχρύσαφο τό, Ζάκ. Κρήτ. ἀσημοχρούσαφον Κύπρ. Πληθ. ἀσημοχρύσαφα Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) –Λεξ. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν οὐσ. ἀσημοχρύσαφον, παρ’ ὃ καὶ ἀσημοχρούσαφον. Ἰδ. Πρόδρομ. 1, 73 (ἔκδ. Hesseling-Pernot) «ἐγὼ εἶχον ἀσημοχρύσαφον καὶ σὺ εἶχες σκαφοδούγας» καὶ Μαχαιρ. 1, 670 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ πῆγαν οἱ Βενετίκοι καὶ ἄλλοι πολλοὶ... μὲ τὸ ἀσημοχρούσαφόν τους». Ὁ πληθ. ἀσημοχρύσαφα καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Τὰ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ νομίσματα ἢ σκεύη ἔνθ᾽ ἀν.: Μπῆκαν τὴν νύχτα κλέφτες ᾿ς τὸ σπίτι της καὶ τῆς πῆραν ὅλα τ’ ἀσημοχρύσαφά της Ἤπ. || ᾌσμ. Χτυποῦν τ’ ἀσημοχρύσαφα καὶ μᾶς ἀκούει ὁ Χάρως αὐτόθ. Οἱ φρονιμάδες κ᾽ οἱ τιμὲς τὴν ἔχουνε τὴ χάρι κι ὄχι τ᾽ ἀσημοχρύσαφο καὶ τό μαργαριτάρι Κρήτ. Τῆς ὀρφανῆς κιˬ ἄν κλέψανε τ᾽ ἀσημοχρύσαφά της, μ’ ἀπόμεινέ τση ἠ ἀρχοντιˬὰ κ’ ἡ νεˬότη κ’ ἡ ὀμορφιˬά της ἀγν. τόπ. Συνών. ἀσημοχρυσικά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/