γνωριστικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωριστικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γνωριστικὸς ἐπίθ. Πάρ. (Νάουσ.) - Λεξ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γνωριστὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ικός.

Σημασιολογία

Ὁ καθιστῶν τι γνωστόν, ὁ χρήσιμος εἰς άναγνώρισιν, ὁ δηλωτικός ἔνθ᾽ ἀν.: Εἴχενε παππᾶ γνωριστικό του, συμβουλάτορα τὸν ᾽φίνει ᾽ς τ᾽ ἀρχοdικό του Πάρ. (Νάουσ.) Ἡ λώβα ᾽ς τὴν ἀρχὴ γνωριστικά της δὲν ἔχει (λώβα = λέπρα) Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/