γνωσεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωσεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γνωσεύω Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ. Πάνιτσ.) κ.ἀ. Παθ. μετοχ. γνωσεμένος Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Περουλ. Ρόδ. κ.ἀ.) - Κ. Θεοτ., Καραβελ., 66.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γνώση.

Σημασιολογία

Γίνομαι συνετός, νουνεχὴς ἔνθ᾽ ἀν. Μὴ dὸ βαράῃς τὸ παιδάτσι, θὰ γνωσέψῃ μὲ τὸ τζαιρὸ Πελοπν. (Ξεχώρ.) Νὰ ἰδῶ πότε θὰ γνωσέψῃς, ρὲ κακόμοιρο (αὐτόθ.) β) Μετχ. ἐπιθετ. συνετός, νουνεχὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶναι ἀνέμυˬαλες αὐτὲς καὶ σὺ γέροντας, γνωσεμένος ἄνθρωπος Κ. Θεοτ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. μυˬαλώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/