ἀσήμωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσήμωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσήμωμα τό, πολλαχ. ἀσήμωμαν Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀσήμουμα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀσημώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) ’Επένδυσις δι’ ἀργύρου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἀσήμωμα εἰκόνας-τῆς Παναγιˬᾶς κττ. πολλαχ. β) ’Επαργύρωσις ἀντικειμένου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἀσήμωμα δίσκου-κουταλιˬοῦ-μαχαιριˬοῦ κττ. πολλαχ. Συνών. ἀσημοκάπνισμα. 2) Ἡ ἀπόθεσις ἀργυροῦ ἢ χρυσοῦ νομίσματος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ βρέφους ὑπὸ τοῦ μέλλοντος ἀναδόχου κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς γεννήσεως ἣ τὴν ἐπιοῦσαν Σάμ. 3) Τὸ ἐπὶ τοῦ ἐφαπλώματος τοῦ νυμφικοῦ ζεύγους ἀποτιθέμενον ἀργυροῦν νόμισμα Θρᾴκ. (Κασταν.) 4) Τὸ ἀργυροῦν νόμισμα ἢ κόσμημα ἢ ἄλλο δῶρον τὸ διδόμενον εἰς νεόνυμφον γυναῖκα ἢ νεογνὸν Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Ἔμασε ἡ νύφη ἀπὸ τ’ ἀσημώματα δέκα λίρες Ἤπ. 5) Τὸ ἀργυροῦν νόμισμα τὸ διδόμενον ὡς δῶρον εἰς τὸν σκάπτοντα τέσσαρας λάκκους σταυροειδῶς εἰς τὸ μέσον ἀγροῦ προοριζομένου δι᾿ ἀμπελοφυτείαν Πελοπν. (Γορτυν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA