βαθυλογῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθυλογῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαθυλογῶ Θήρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κάρπ. Κύθηρ. Κωνπλ. βαθυλοῶ Θήρ. ᾽Ιων. (Σμύρν.) Κάρπ. βαθυλουοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) βαθολοῶ Μεγίστ. βαθυλοΐζω Θήρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *βαθυλόγος ἢ τοῦ ἐπίθ. βαθὺς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λογῶ.
Σημασιολογία
1) Ἐμβαθύνω εἰς τὸ νόημα, περιπίπτω εἰς βαθείας σκέψεις, σκέπτομαι βαθέως Θήρ. Ἰων. (Σμύρν.) Κύθηρ. Κωνπλ.: ᾎσμ. Σκέπτομαι καὶ βαθυλοῶ τί στίχους νὰ σοῦ γράψω, πο͜ιό ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιˬᾶς αἴσθημα νὰ ξεθάψω Κωνπλ. Σμύρν. 2) Γίνομαι σύννους, μελαγχολῶ Κάρπ. Μεγίστ.: Ὁ ἀρρωστημένος βαθυλοᾷ Κάρπ. Μετοχ. βαθυλοϊσμὲνος=σὖννους, μελαγχολικὸς Κάρπ. 3) Βυθίζομαι εἰς βαθὺν ὕπνον ἢ λήθαργον Λυκ. (Λιβύσσ.) Συνών. βαθένω Β2,*βαθουλλατίζω 1. 4) Εὐρίσκομαι εἰς μεγάλην ἀπόστασιν ἐκ τῆς παραλίας, ἀνάγομαι πολὺ ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἐπὶ πλοίου Μεγίστ.: Ἐβαθολόησεν ἑ βουλέττα (ἡ γολέττα). Ἔρσεται ἕναν καράι, μὰ εἶναι βαθολοϊσμένο (μόλις φαίνεται εἰς τὸν ὁρίζοντα καράι=καράβι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA