ἀσημόχωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσημόχωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσημόχωμα τό, Κῶς Πελοπν. (Καλάβρυτ.) –Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Δημητρ. ἀσ’μόχουμα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) ’σημόχωμα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ᾿σημόχουμα Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀσήμι καὶ χῶμα.

Σημασιολογία

᾿Αργυρῖτις γῆ Κῶς Στερελλ. (Ἀράχ.) –Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. Δημητρ. 2) Ἡ ἀργιλλώδης λευκὴ γῆ Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Νὰ γίνου γῆς νὰ μὶ πατῇς, γιφύρι νἀ πιράσῃς, νὰ γίνου κὶ ’σημόχουμα γιˬὰ νὰ μὶ κάμῃς κούππα Καταφύγ. Ἡ Μαρουδιˬὰ Χινιˬώτισσα | Διφτέρα μέρα κίνησι νὰ πάη γιˬὰ ᾿σημόχουμα, | ’σημόχουμα, πατόχουμα Μακεδ. β) Μεταφ. χῶμα εὔφορον Στερελλ. (᾿Αράχ.) Σι᾿ τέτο͜ιου ἀσ’μόχουμα κιˬ ἄνθρουπους φυτρώ’. 3) ᾿Εν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ πατρὶς Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/