γνωστικεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωστικεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γνωστικεύω Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Λεξ. Δημτηρ. γνουστικεύου Μακεδ. (Σισάν.) γνωστικεύγω Κάρπ. Κάσ. Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γνωστικός.
Σημασιολογία
Γίνομαι γνωστικός, συνετίζομαι, σωφρονίζομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀκόμαν ᾽κὶ ἐγνωστίκεψεν Πόντ. (Τραπ.) ᾽Σ τ᾽ ἐσὸν τὴν ἡλικίαν ᾽πά ᾽ ἔρθαν, ὅλοι ἐγνωστίκεψαν κ᾽ ἐσὺ ᾶκόμαν νοῦν ᾽κ᾽ ἔβαλες Πόντ. Συνών. γνωστεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA