βαθύρριζος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθύρριζος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαθύρριζος ἐπίθ. ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντιλογ. 146 -Λεξ. Πρω. βαθε͜ιόρριζος ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 38 - Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βαθύρριζος.
Σημασιολογία
1) Ὁ βαθέως ριζωμένος ἔνθ’ ἀν.: Δέντρο βαθε͜ιόρριζο ΣΣκίπης ἔνθ’ ἀν. 2) Οὐδ. πληθ. οὐσ., αἱ βαθύτεραι ρίζαι, αἱ τελευταῖαι ἄκραι τῶν ριζῶν πρὸς τὸ βάθος ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.: Φόβος τρανὸς μὲ πέρασε ὥς τὰ βαθύρριζα τοῦ νοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA