βαθὺς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθὺς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαθὺς ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) βαχὺς Κύπρ. βαιˬθὺς Κέρκ. (Κάτω Γαρ.) βαιˬχὺς Κέρκ. (Κάτω Γαρ.) φαθὺς Λυκ. (Λιβύσσ.) βαθε͜ιὸς πολλαχ. βαθεῖος Ζάκ. Πελοπν. (Μάν.) βαθέος Εὔβ. (Κύμ.) βαθὲς Δ.Κρήτ. Ἰκαρ. βαθιˬοὺ Τσακων. βαιˬθιˬοὺ Τσακων. Θηλ. βαθε͜ιὰ κοιν. βαθεῖα Καλαβρ. (Μπόβ.) βαθέα Ἀθῆν. (παλαιότ.) Αἴγιν. Εὔβ. (Κύμ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) βαθὲ Δ.Κρήτ. Ἰκαρ. βαθκ͜ειὰ Κύπρ. Μεγίστ. βαθέσσα Πόντ. (Κερασ. Οἰν Τραπ.) βαθὰ Κάρπ. Χάλκ. βατσε͜ιὰ Κάλυμν. βαθὰ Ἀστυπ. Οὐδ. βαθὺν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βαθεῖα Πελοπν. (Μάν.) Οὐδ. Πληθ. βαθὲ Δ.Κρήτ. Ἰκαρ. Συγκριτ. βαθιˬούτερε Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. βαθύς. Περὶ τοῦ θηλ. βαθέα ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. Ἀρχ. 3.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ ἔχων βάθος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Τσακων.: Βαθὺς λάκκος-ποταμὸς κττ. Βαθε͜ιὰ θάλασσα-λίμνη κττ. Βαθε͜ιὰ πολυθρόνα. Βαθὺ πηγάδι-πιάττο κττ. Βαθεˬὰ νερὰ ἢ ἁπλῶς τὰ βαθεˬὰ (τὰ βαθέα ὕδατα θαλάσσης, λίμνης, ποταμοῦ). Πάω ’ς τὰ βαθεὰ γιὰ νὰ ψαρέψω κοιν. Ἀδὰ κουντὰ ἔνι βαθὺς (ἤτοι τόπος ἔχων βάθος ὑδάτων) Οἰν. Πηγάδι βαθέο Κύμ. Ποταμὸς βαθὲς Κρήτ. Πηγάδι βαθὲ αὐτόθ. Ταφὶν βαθὺν Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Πῆγι ᾿ς τὰ βαθεˬὰ (ἀπέθανε) Ἤπ. (Ζαγόρ.) || Παροιμ. Τὸ βαθεῖο ποτάμι δὲν κάνει κρότο (ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος μὲν ἀξίαν, ἀποφεύγοντος δὲ τοὺς θορυβώδεις ἐπαίνους) Ζάκ. Ἀπελπισμένο κάτεργο σὲ βαθεῖο λιμάνι ἀράζει (ἐπὶ τῆς βελτιώσεως τῆς τύχης δυστυχοῦς) αὐτόθ. || ᾎσμ. ’Σ τὰ βαθεῖα τὴνε πάει καὶ ’ς τὰ τάρταρα νερὰ Μάν. Πῶς πρασινίζει τὸ νερὸ εἰς τὸ βαιˬθὺ τὸ ρέμα, ἔτσι πρασίνισα κ' ἐγὼ γιˬὰ νὰ σὲ πάρω ἐσένα Κάτω Γαρ. Ἀποὺ τὴ γῆς βγαίνει νερὸ κιˬ ἀπὸ βαιˬχὺ πηγάδι κι ἀπ' ὅλες τοὶς ἀνύπαdρες ἔχω κ’ ἐγὼ μοιράδι αὐτόθ. Ἀντίθ. ἄβαθος 1, ἀβαθούλλωτος 2, ἀνάπλαγος 1, ἀνάρρηχος, ἀναχλὸς 3, ἀπλαδινός, ρηχός. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαθὺς κάλυμν. Ρόδ. Σύμ. Χίος Βαχὺς Κύπρ. Βαθὲς Ἰκαρ. Βαθεῖα Πελοπν. (Γύθ.) Βαθειὰ Θάσ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βάθε͜ια Εὔβ. Πελοπν. (Μάν.) Βαθέα Κάρπ. Βαθὰ Κάρπ. Βαθε͜ιὲς Πελοπν. (Γύθ.) Βαθκει͜ὲς Κύπρ. Βαθὺ πολλαχ. Βαθέα τά, Κάρπ. Ἀπάνω Βάθε͜ια Κρήτ. β) Ὁ φθάνων, ὁ καθικνούμενος εἰς μέγα βάθος κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Βαθε͜ιὰ ρίζα. Βαθὺ σκάψιμο. Βαθεˬὰ θεμέλιˬα-χώματα κττ. κοιν. Βαθὺν ἀχτάλεμαν Χαλδ. Συνών. ἄπατος (Ι) 1β, ἀντίθ. ρηχός. γ) Ὁ εἰς μῆκος ἐκτεινόμενος κοιν.: Βαθε͜ιὰ σπηλα͜ιά. δ) Ὁ εἰς πλάτος ἐκτεινόμενος κοιν.: Βαθὺς καναπές ε) Σύρριζος Θήρ. (Οἴα): ᾎσμ. Νὰ σοῦ τὸ κόψουνε βαθὺ | τσ᾿ ἀκόμα παρατσεῖ (ἐνν. τ᾽ ἀφτί). 2) Ὁ μακρόθεν, ὁ ἐκ μακρᾶς ἀποστάσεως ἀκουόμενος κοιν.: Βαθε͜ιὰ φωνή. Βαθὺ βογγητὸ κοιν. || Γνωμ. Βαθεῖα βροντή, γοργὸ νερὸ Ζάκ. 3) Ὁ λίαν προχωρημένος, ἐπὶ νυκτὸς κοιν.: Βαθε͜ιὰ νύχτα. 4) Ζοφώδης, σκοτεινὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Βαθὺ σκοτάδι κοιν. || Φρ. Βαθειὰ αὐγὴ (τὸ πρὸ τῆς αὐγῆς μέρος τῆς νυκτός, ὄρθρος βαθὺς) Κάσ. Μέγαρ. Σκῦρ. Σύμ. Τῆν. κ.ἀ. Βαθε͜ιὰ χαράματα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. Ὁ βαθὺς ὁ μολλᾶς (ἡ ὥρα καθ᾿ ἣν ὁ ἰμάμης κάμνει τὴν προσευχήν του ἀπὸ τὸν μιναρέν, δηλ. ὁ βαθὺς ὄρθρος) Τραπ. || ᾎσμ. Βαθε͜ιὰν αὐγὴ σηκώθηκα ᾽ς τὰ τριˬὰ τοῦ μεσανύχτου Μέγαρ. Καὶ μέσα ’ς την βαθὰν αὐγή, δυˬὸ ὧρες νὰ ξημερώσῃ Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ἀριστοφ. Σφῆκ. 216 «ἀλλὰ νῦν γ᾽ ὄρθρος βαθὺς» καὶ Πλάτ. Πρωταγ. 310 Α «τῆς παρελθούσης νυκτὸς ταυτησὶ ἔτι βαθέος ὄρθρου». 5) Ὁ λίαν σκιερός, ἐπὶ χρώματος κοιν.: Βαθὺ χρῶμα. Βαθὺ κίτρινο-κόκκινο-πράσινο κττ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Αἰλιαν. Ποικίλ. ἰστορ. 6,6 «βαθυτέρας ὄψεως γινομένης καὶ φοβερωτέρας». 6) Πυκνός, δασὺς Πελοπν. (Τριφυλ.): Βαθὺς λόγγος. Β) Μεταφ. 1) Ἐπὶ ὕπνου, βαρύς, ληθαργικός ἀφ᾿ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ ἐγερθῇ κοιν.: Βαθὺς ὕπνος. Ἡ σημ. καὶ ᾶρχ. Πβ. Θεόκρ. 8,65 «οὕτω βαθὺς ὕπνος ἔχει τυ; οὐ χρὴ κοιμᾶσθαι βαθέως». β) Συνεκδ. καὶ ἐπὶ ὀνείρου Κύπρ.-ΑΔρίβας ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 81: Βαθὺ ὅρωμαν (ὄνειρον) Κύπρ. || Ποίημ. Ζῇς μέσα μου σὰν ὄνειρο τόσο βαθὺ κιˬ ὡραῖο ποῦ σβήνω κάθε λύπη μου καὶ κάθε πόθο νέο ΑΔρίβας ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἐμβριθής, συνετὸς ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 37: Λόγιˬα βαθεˬά. β) Πολυμαθής, σοφὸς Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Ἀτὸς βαθὺς ἔνι Κερασ. 3) Κρυψίνους Πελοπν. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) κ.ἀ.: Ξέρεις τί βαθὺς σοῦ ᾿νι αὐτός; δὲν παίρν’ς κουβέντα ἀπ’ αὐτὸν Αἰτωλ. Ἀράχ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βαθὺς καὶ ἐπών. Θήρ. 4) Πονηρὸς Πελοπν. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Σουΐδ. «βαθύς, ἀντὶ τοῦ πονηρός. οὕτω Μένανδρος». 5) Δυσνόητος, δύσληπτος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Βαθεˬὰ Ἑλληνικὰ (γλῶσσα ἀρχαία ἣ ἀρχαΐζουσα) κοιν. Βαθε͜ιὰ Ἀράπικη γλῶσσα Κρήτ. Βιβλίον βαθύν, ᾿κ᾽ ἐπορεῖς νὰ ἐγροικᾷς ἀτο Κερασ. Γ) Οὐσ. 1) Οὐδ. βαθύ, μέρος κρημνῶδες, κρημνὸς κοιν.: Παροιμ. φρ. Μπρὸς βαθὺ καὶ πίσω ρέμα (μεταξὺ δύο κακῶν). 2) Θηλ. βαθεῖα, μικρὰ κοιλὰς Καλαβρ. (Μπόβ.) 3) Οὐδ. βαθύν, ἑσπέρα, βράδυ Κύπρ.: ᾎσμ. Πέντε φορὲς λ-λιώνουμαι, μάννα μου, τὴν ἡμέραν, μιˬὰν τὸ ταχύν, μιˬὰν τὸ βαθὺν τ’ ὥστε νὰ ᾽γείρ᾿ ἡ μέρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/