ἄσιˬαχτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσιˬαχτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄσιˬαχτα ἐπίρρ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ. –Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσιˬαχτος.

Σημασιολογία

Χωρὶς τακτοποίησιν ἔνθ’ ἀν: Ἄφησε ἄσιˬαχτα κ᾿ ἐβγῆκε πρωὶ πρωὶ ᾽ς τὸ σοκὰκι Κρήτ. Εἴχαμε ἄσιˬαχτα ἀκόμης ὅdεν ἦρθε αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/