ἀσίγητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσίγητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσίγητος ἐπίθ. Ἤπ. (Βούρμπιαν. Τσαμαντ.) –ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 80 –Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀσίγητους Θεσσ. (Ζαγορ.) ἀσίητος Ἤπ. ἀσίητους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ. (Γαρδίκ.) ἀσίγιστος Ἤπ. ἀσίιστους Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀσίγιστε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ασίγητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σιγῶν, διαρκῶς φωνάζων, φλύαρος Ἤπ. (Βούρμπιαν. Ζαγόρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Τσακων. –ΚΠαλαμ ἔνθ᾽ ἀν. –Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ποίημ. Εἶναι οἱ πηγὲς πολύκρουνες κ’ εἶναι τὰ κεφαλάριˬα κιˬ ἀστέρευτα κιˬ ἀσίγητα μὲ τὸ μουρμούρισμά τους ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀσίγαστος 1. 2) Ὁ μὴ ἡσυχάζων, ἀνήσυχος, ἄτακτος Ἤπ. (Βούρμπιαν. Ζαγόρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Στερελλ. (Γαρδίκ.): Ὅλη νύχτα ἦταν ἀσίητος Ἤπ. Τοῦτου τοὺ πιδὶ εἶνι πουλὺ ἀσίγητου Ζαγορ. Ἀσίητα παιδιˬὰ Γαρδίκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσίγαστος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA