γογγυλόχερο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γογγυλόχερο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γογγυλόχερο τό, ἐνιαχ. ᾽οgυόχερο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γογγύλι καὶ χέρι.
Σημασιολογία
Τὸ μέρος τῆς χειρὸς ἀπὸ τοῦ καρποῦ μέχρι τοῦ ἀγκῶνος ἔνθ᾽ ἀν.: Μὰ ᾽ιˬάdα δὲ dὰ πλύνεις τὰ ᾽οgυόχερά σου; Ἀπύρανθ. Σὰ dὸ ᾽οgυόχερό μου ᾽ναι ᾽ς τὸ χόδρος αὐτόθ. Συνών. γογγύλι 7.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA