γιˬορνταμιλήδικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορνταμιλήδικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬορνταμιλήδικος ἐπίθ. ἀμάρτ. γιˬορdαμιλήδικος Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Θηλ. ’ιˬοράαμιλήδικη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽ιˬοράαμιλήδικιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Οὐδ. γιˬορdαμιλήδικο Θήρ. ’ι ˬορdαμιλήδικο Νάξ. (‘Απύρανθ.) γιˬορταμιλήδικο Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γιˬορdαμιλῆς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. - ήδικος.

Σημασιολογία

Εύσταλής, χαριτωμένος, ὄμορφος ἔνθ᾽ ἀν.: ’ιˬορdαμιλήδικο παιδί, μάτι μὴ dὸ πιˬάσῃ! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὤ τὸ φωθιˬοκαμένο! κ’ εἶdα ᾽ιˬορdαμιλήδικο παιδὶ ἦτον εὐτὸ αὐτόθ. Ἀπὸ ᾿ιˬορdαμιλήδικιˬα φαμελιˬὰ βαστᾷ καὶ ’ι’ αὐτὸ εἶ’ g᾽ εὐτός, καλὸς κι ὄμορφος αὐτόθ. β) κόσμιος, καλαίσθητος Θήρ.: Γιˬορdαμιλήδικο φουστάνι. Συνών. γιορdαμιλῆς 1, ἀσίκης, λεβέντης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/