βαθύχρωμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθύχρωμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαθύχρωμος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. βαθε͜ιόχρωμος ΣΣκίπη Θέατρ. καὶ πρόζ. 74.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαθὺς καὶ τοῦ οὐσ. χρῶμα.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων χρῶμα βαθύ, σκιερόν: Βαθύχρωμο ὕφασμα σύνηθ. Βαθε͜ιόχρωμη κορδέλλα ΣΣκίπης ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. σκοῦρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/