γιˬορνταμιλῆς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορνταμιλῆς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬορνταμιλῆς ἐπίθ. ἀμάρτ. γιˬορdαμιλῆς Θήρ. Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Κίσ. Νεάπ.) Κυκλ. Μῆλ. Νάξ. (Φιλότ.) Πελοπν. (Μάν.) ’ιορdαμιλῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬορταμιλῆς Πάρ. γιˬολταμιλῆς Κρήτ. (Νεάπ.) γιˬουρdαμιγῆς Πελοπν. (Λάστ.) γκιˬορdαμιλῆς ἂγνν τόπ. gιˬολdαμιλῆς Κρήτ. (Νεάπ.) Θηλ. γιˬορdαμιλήδισσα Θήρ. ’ι ˬορdαμιλήδισσα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬοράαμιλῖνα Κρήτ. (Νεάπ.) gιολdαμιλῖνα Κρήτ. (Νεάπ.) γιˬολταμιλῖνα Κρήτ. (Νεάπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. yordamli = εὐκίνητος, ἐπιδέξιος. Πβ. ἐν ἐγγρ. τοῦ 1841 ἐκ Κρήτης: Γιάννης Γιˬορταμλῆς.
Σημασιολογία
1) Γιˬορdαμιλήδικος Ι, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Γιˬορdαμιλήδισσα γυναῖκα Θήρ. Τέτοια κοπελιˬὰ gιˬολdαμιλῖνα δὲν εἶναι ἄλλη στὸ χωριˬό μας Κρήτ. (Νεάπ.) Ὤχου ’ιˬορdαμιλῆς κ᾿ ὄμορφος πού ᾽ναι! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || ᾌσμ. Ὅdα σ’ ἐγέννα ἡ μάννα σου, ἔτριβε πορτοκάλλι καὶ σ’ ἔκαμε γιˬορdαμιλῆ κιˬ ὡραῖο παλληκάρι Μῆλ. Εἰς τσ’ εἰκοσπέdε τοῦ μηνοῦς τοῦ ἔρημου Φλεβάρη, ἔπαθεν ὁ γιˬορdαμιλῆς μιˬὰν ἀδικιˬά μεγάλη Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ.) Ἔ Πέτρο μου γιˬορdαμιλῆ, | ἀσίκη καὶ λεβέdη μου (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Ἔ Γιˬάννη μου γιˬορdαμιλῆ, | ποὺ ἦτα ἡ ἀξία ζου πολλὴ αὐτόθ. Ἰορdαμιλῆ κιˬ ἀσίκη μου, | νά ᾽σουν ἐσὺ τσῆ τύχης μου· ᾽ιˬορdαμιλῆ, ’ιˬορdαμιλῆ, | ὡς καὶ τὸ bόι σου μιλεῖ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. λεβέντης. 2) Ἐριστικὸς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὤχου, ’ιˬορdαμιλήδισσα πού ’σαι! Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γιˬορνταμιλῆς καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA