βάθωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάθωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάθωμα τό, Πελοπν. (Γέρμ.) - ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 32.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *βαθώνω.
Σημασιολογία
1) Βάθος ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἴσως ρωτᾷς τί βάθωμα τ᾽ αὐλάκια πρέπει νά ’χουν. 2) Μέρος βαθὺ Πελοπν. (Γέρμ.): Ἔχει βάθωμα ἐδῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA