γιˬορντανάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορντανάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬορντανάκι τό, ἐνιαχ. γκερντανάκι Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 101 gερdανάκι Θρᾴκ. gιρdανά’ Θρᾴκ. (Ξάνθ) gερδανά’ Θρᾴκ. γερτινάκι Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην., Γ΄, 36 γιˬουρτενά’ Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ούσ. γιˬορντάνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Τὸ παχὺ μέρος τοῦ λαιμοῦ, τὸ εὑρισκόμενον κάτωθεν τοῦ πώγωνος Θρᾴκ. (Ξανθ. κ.ἀ.): ᾎσμ. ’Σ τοὺ μάγουλου’ σ᾽ ἔχεις ἰλιˬά, ’ς τ’ ἀχείλι σ᾽ ἔχεις βάμμα ᾽πουκάτ’ ’ς τοῦ gιρdανάκι σου χρυσῆ πουρτουκαλλιˬὰ Συνών προγούλι. 2) Περιδέραιο ἀποτελούμενο κυρίως ἀπὸ χρυσᾶ ἢ ἀργυρᾶ νομίσματα Μακεδ. (Χαλκιδ) - Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην., Γ΄, 36: ᾎσμ. Βγάζει τἁ γιˬουρτενάκιˬα της καὶ ’ς τὰ σκυλλιˬὰ τὰ βάνει, βγάζει τ᾽ ἀργυροτόρακα τ᾿ς ’ς τὰ πρόβατα τὰ βάνει (ἀργυροτόρακα = ἐνώτια ἀργυρᾶ) Χαλκιδ. Συνών. γιˬορντάνι. β) Θωπευτικῶς, προσφώνησις πρὸς ἀγαπημένο πρόσωπο, στολίδι Μ. Λελέκ., Ἐπιδόρπ., 101: ᾎσμ. Γκερντανάκι μου, μὴν τρέμῃς, γέρους, νέους μὴ μαραίνῃς Συνών. φρ.: χρυσάφι μου!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/