ἀσιτάρχιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσιτάρχιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσιτάρχιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀσ’τάριστος Πόντ. (Τραπ.) ἀσ’τάριγος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀσ’τάιγος Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σιταρχιστὸς<σιταρχίζω, παρ᾿ ὃ καὶ σ᾽ταρίζω καὶ σ᾿ταίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐφοδιασθεὶς ἐν ἀρχῇ τοῦ φθινοπώρου διὰ τῶν ἀναγκαίων κατὰ τὸν χειμῶνα τροφίμων ἔνθ’ ἀν.: Θὰ δβαίν’ τὸ μοθοπώρ’ κ’ ἐγὼ ἀκόμαν ἀσ’τάριστος εἶμαι Τραπ. Τ’ ὁσπίτι μ’ ἀσ’τάριγον ἔν᾿ αὐτόθ. ᾿Εφέκεν ἀδὰ ᾿ς σὴν ὥραν ἀσ’τάριγον ἢ ἀσ’τάιγον τ’ ὁσπίτ’ν ἀτ’ Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA