γιˬορντανιλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορντανιλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬορντανιλίκι τό, ἐνιαχ. gερdανλί’ Θρᾴκ. (Τσακίλ.) γκερντανλούκ’ Πόντ. γκερντανλούγ’ Πόντ. (Χαλδ.) γκερτανούχ’ Καππ. (Μισθ.) κερτανλούκ’ Πόντ. (Χαλδ.) κερτανλούχ’ Πόντ. (Χαλδ.) κερταλούκ’ Πόντ. (Κοτύωρ.) γιˬορdαναλίκι Κρήτ. (Μουστάκ. κ.ἀ.) γιˬορταναλίκι Κρήτ. (Σφακ. κ.ά.) - Δασκαλογιάνν., Τραγούδ. Δασκαλογιάνν. στ. 911, γιˬορτανιλίκι Κρήτ. γιˬορδαλ-λίκι Κάρπ Κάσ ᾽ορδαλ-λίκι Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ Τουρκ. gerdanlik = περιδέραιον.

Σημασιολογία

1) Γιˬορντάνι 1, τὸ ὁπ. βλ., Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Κάρπ. Κρήτ. (Σφακ. κ.ἀ.) Πόντ (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) - Δασκαλογιάνν., ἔνθ ἀν.: Τ’ν ἔδωκε καὶ μνιˬὰ ἀρμαθιˬὰ φλουριˬὰ γιˬὰ gερdανλί’ Τσακίλ. Γεμενιˬὰ τρία, γιˬορταναλίκι ἀργυρὸν ἕνα Σφακ. || Ποίημ. Καὶ κορασίδες παχουλὲς μὲ τὰ γιˬορταναλίκια Δασκαλογιάνν., ἔνθ’ ἀν. Συνών. βλ. γιˬορντάνι 1. 2) Γιˬορντάνι 2, τὸ ὁπ. βλ., Καππ. (Μισθ.): Ἐγὼ πάλ’ τὰ γκερντανούχιˬα ντὲν τὰ ᾽ράντ’ σα (ἐγὼ πάλι τὰ στολίδια δὲν τὰ εἶδα, δὲν τὰ πρόλαβα στὴν ἐποχὴ μου). β) Γιˬορντάνι 2β, τὸ ὁπ. βλ., Κρήτ. (Σφακ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/