βαϊόλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαϊόλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βαϊόλα ἡ, Σάμ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Μόλυβδος προσδενόμενος εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἀλιευτικοῦ ὀργάνου καθετὴ διὰ νὰ βυθίζεται ταχέως εἰς τὴν θὰλασσαν, βολίς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA