βακέττα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βακέττα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βακέττα ἡ, Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κρήτ. Νάξ. Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ. (Ἐρμούπ.) κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. βακέττο τό, Λεξ. Πρω.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. vacchetta.

Σημασιολογία

1) Δέρμα βοὸς συνήθως μικρᾶς ἡλικίας κατειργασμένον. 2) Ὑπόδημα ἐκ τοῦ εἰρημένου δέρματος Πελοπν. (Μάν.): Φορῶ βακέττες. ͵

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/