βακλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βακλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βακλίζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βάκλα.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Κτυπῶ, τινάσσω μὲ βάκλαν τὰ δένδρα ἢ τοὺς καρποὺς διὰ νὰ πέσουν: Ἐβάκλισα τὲς ἐλα͜ιὲς - τὲς τερατεὲς κτλ. 2) Δέρνω, κτυπῶ: Θὰ σὲ βακλίσω! Β) Αμτβ. 1) Κινοῦμαι, τινάσσομαι, ἐπὶ τοῦ ὀπισθίου μέρους τῆς ἀνδρικῆς βράκας: Βακλίζει ἡ βράκα του. 2) Σχῆματίζομαι εἰς ὄγκον, ἐπὶ τοῦ γυναικείου φουστανιοῦ τὸ ὁποῖον συμμαζεύεται ὀπίσω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA