γόητρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόητρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γόητρο τό, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γοητεύω σχηματισθὲν κατὰ τὸ θέλγητρον. Κατὰ τὸν Κ. Κόντ., Κλειὼ 1883, ἀριθ. 1138 ἐκ τοῦ ρ. γοῶ, παρετυμολογηθὲν σημασιολογικῶς πρὸς τὸ τὸ γοητεύω. Πβ. καὶ τὸ ἀρχ. γοητρὶς = μάγισσα.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Τὸ κῦρος, ἡ ὑπόληψη, ἡ ἀξία λόγ. σύνηθ.: Δούλεψε, καηˬμένε, ποὺ φοβᾶσαι νὰ μὴ σοῦ πέσῃ τὸ γόητρο Πελοπν. (Τριφυλ.) Ἡ καινούργιˬα του θέση τοῦ ᾽δωσε γόητρο Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA