γοϊσμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοϊσμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γοϊσμὸς ὁ, Γ. Σαχτούρ., Ἱστορ. Ἡμερολ., 4 ἀγοϊσμὸς Κρήτ. (Σητ.) ἀοϊσμός Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γοΐζω.

Σημασιολογία

1) Θρῆνος, οἰμωγὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) - Γ. Σαχτούρ., ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶd ᾽ ἀοϊσμὸ εἶν᾽ ποὺ τόνε κάνει καὶ ᾽φτὸς ὁ σκύλλος; Ἀπύρανθ. Ἐρρίφθησαν εἰς τὰ δάκρυα μὲ γοῖσμούς, φωνὴν καὶ θρῆνον ἀπαρηγόρητον Γ. Σαχτούρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γόηση, γοητὸ 1, σκούξιμο, σκουσμάρι. 2) Ὑπερβολικὴ ζωηρότης Κρήτ. (Σητ.): Πολὺ ἀγοϊσμό ᾽χετε καὶ δὲ θὰ πᾶτε καλά. Συνών. γοὴ 6.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/