ἀσκάλιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκάλιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκάλιστος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀσκά’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀσκάλτστους Θεσσ. ἀσκάλιγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Μάν. Τρίκκ.) κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσκάλιστος.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὸ χῶμα δὲν ἰσοπεδώθη (ἐπὶ σταφιδαμπέλων) ἢ καθόλου δὲν ἀνεσκάφη περὶ τὰς ρίζας τῶν φυτῶν σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ): Σταφίδα ἀσκάλιστη. Ἀμπέλι-χωράφι ἀσκάλιστο σύνηθ. Μποστάνι ἀσκάλιγο Πελοπν. (Μάν.) Κῆπ’ ἀσκά’στ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. ἄσκαλος. 2) Ὁ μὴ γλυφείς, ὁ μὴ λαξευθείς, ἀχάρακτος ἐνιαχ.: Ἀσκάλιστη δαχτυλιδόπετρα. 3) Ὁ μὴ προσεκτικῶς ἐρευνηθεὶς πολλαχ.: Ἀσκάλιστο ντουλάπι πολλαχ. Δὲν ἄφησε σεντούκι ἀσκάλιστο Λεξ. Δημητρ. Β) Μεταφ. 1) Ὁ μὴ κινηθείς, ὁ μὴ ἀναμοχλευθεὶς Λεξ. Πρω.: Ἄφησέ την καλύτερα ἀσκάλιστη αὐτὴ την ὑπόθεσι. 2) Ἀσκάλευτος 1β, ὃ ἰδ., Ἀθῆν. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA